μοσχοποιία

μοσχοποιία
μοσχοποιΐα, ἡ (Α) [μοσχοποιώ]
η κατασκευή τού χρυσού μόσχου από τους Εβραίους στην Έρημο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοσχοποίησις — μοσχοποίησις, ἡ (Α) [μοσχοποιώ] μοσχοποιία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”